- προσεσχεδιάζετο
- πρόσ-σχεδιάζωdoimperf ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσσχεδιάζω — Α προσθέτω κάτι ακόμη («προσεσχεδιάζετο τοῑς πεπραγμένοις καὶ τὰ μὴ γενόμενα», Ιώσ.) … Dictionary of Greek